σιμῳδός

σιμῳδός
σῑμ-ῳδός, ,
A one who sings such songs, Aristocl.Hist.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιμωδός — ὁ, Α ηθοποιός, όπως και ο ιλαρωδός, που υποκρινόταν ταπεινά ανδρικά και γυναικεία πρόσωπα, έψαλλε σιμωδίες και εκτελούσε ορχηστικά παντομιμικά σχήματα με τη συνοδεία έγχορδων μουσικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σῖμος(βλ. λ. σιμός) + ῳδός (< ᾠδή),… …   Dictionary of Greek

  • σιμῳδούς — σιμῳδός one who sings such songs masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιμωδία — ἡ, Α [σιμῳδός] εύθυμη και αισχρή ωδή, που πήρε την ονομασία της από τον Σίμωνα, τον δημιουργό της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”